- κλεπτομανής
- ης, ες страдающий клептоманией
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλεπτομανής — ές αυτός που πάσχει από κλεπτομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cleptomane < clepto (πρβλ. κλέπτω) + mane (πρβλ. μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν τού Ν. Γ. Πολίτου] … Dictionary of Greek
κλεπτομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει τη μανία να κλέβει: Είναι δύσκολο να πείσεις έναν κλεπτομανή να μην κλέβει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek